Skip to main content.
ΑΠΟ ΤΟ 1945 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

Από το 1945 έως σήμερα

Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου του 1946-9, το εθνικό ραδιόφωνο προωθούσε το ρεμπέτικο, το αστικό δημοφιλές τραγούδι των Theodorakis_Xatzidakis.jpgαδικημένων, που έχει τις ρίζες του στη Μ. Ασία. Το 1948 οι νέοι συνθέτες Μάνος Χατζιδάκις Αργύρης Κουνάδης και Μίκης Θεοδωράκης ανακαλύπτουν στο ρεμπέτικο ένα αντίβαρο στην εθνική σχολή του Καλομοίρη . Αργότερα, τα τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και των ακολούθων τους που βασίστηκαν στο ρεμπέτικο, έρχονται να σκιάσουν τη λόγια ελληνική μουσική και, εν μέρει μέσω της γνωστής ταινίας Ποτέ την Κυριακή, να διαμορφώσουν τη μουσική εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Η επηρεασμένη από δυτικά πρότυπα ελληνική μουσική παραμερίζεται ολοένα και περισσότερο, δίνοντας τη θέση της στην "αυθεντική" ελληνική μουσική (δηλ. ρεμπέτικο), η οποία έχει επιρροές από τη δημοτική μουσική, με ρίζες στη Βυζαντινή, όπως φαίνεται στο έργο τραγουδοποιών, όπως οι Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος , ερμηνευτών όπως η Μαρινέλλα , ο Γιώργος Νταλάρας και η Νανά Μούσχουρη και σε μικρότερη έκταση στο έργο του συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου.

A_Kounadis.jpgΣτις αρχές του 1950, ο Κουνάδης, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης γράφουν συγκριτικά νέα μπαλέτα για την χορευτική ομάδα του Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, που ιδρύθηκε το 1951, ενώ ο Σκαλκώτας ανακαλύπτεται μετά θάνατον. Παρόλο που ο Καλομοίρης συνθέτει τα τελευταία έργα του αυτή την περίοδο (Η Παλαμική Συμφωνία, 1955, η όπερα Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, 1961), η εποχή του έχει περάσει.

 

janis-christou.jpgΣτα τέλη του ’50, ο Γιάννης Χρήστου και ο συνθέτης και δάσκαλος Γιάννης Ανδρέου Παπαϊωάννου , και οι δύο χρήστες σειριακών τεχνικών σύνθεσης, είναι ήδη καθιερωμένες μορφές, ενώ ο Δραγατάκης , ο Σισιλιάνος και ο Αδάμης , οι οποίοι χρησιμοποιούν τεχνικές δωδεκαφθογγισμού με κλασική στάση απέναντι στη μορφή, ανέρχονται όλο και περισσότερο. Ο "Διαγωνισμός Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις" στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα (1962) κάνει γνωστούς στην Ελλάδα τους πρωτοπόρους συνθέτες που ζουν είτε σπουδάζουν στο εξωτερικό: Ξενάκη , Λογοθέτη , Μαμαγκάκη , Ιωαννίδη , Γιώργο Τσουγιόπουλο  (* 1930) και το Στέφανο Γαζουλέα . Ακόμα Xenakis.jpgπερισσότεροι πρωτοπόροι συνθέτες γίνονται γνωστοί το 1962 μέσω του Studio fur Neue Musik που ιδρύεται στην Αθήνα από το Ινστιτούτο Goethe, με την εποπτεία του συνθέτη Guenther Becker και του μουσικολόγου Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου (1915–2000) και το 1965, μέσω του Ελληνικού Σύνδεσμου Σύγχρονης Μουσικής ως ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (ISCM), που οργάνωσε πέντε Ελληνικές Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής (1966, ‘67, ‘68, ‘71, ‘76) και τις World Music Days το 1979. Τα τελευταία περιελάμβαναν έργα των: Απέργη, Σφέτσα , Κουρουπού , Τερζάκη, Βλαχόπουλου , Χαλιάσα (* 1921) και Βασιλειάδη (*1933).

G_Kouroupos.jpgΤο Φεστιβάλ Αθηνών, που ιδρύεται το 1955, πραγματοποιείται κάθε χρόνο από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μουσική. Έχει την τάση να συγκεντρώνει γνωστούς καλλιτέχνες και σύνολα από το εξωτερικό, χωρίς να επικεντρώνεται μόνο στους Έλληνες μουσικούς. Φτάνει στο απόγειο του στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με παραστάσεις από τα Μπαλέτα του 20ου Αιώνα (1964), το David Oistrakh (1965), το θέατρο Kanze Kaοkan (1965), τη βραχύβια Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών του Χατζιδάκι (1964-6) και του Stravinsky (1966). Μετά τη δικτατορία (1967-74) το φεστιβάλ, αναδιοργανώνεται για να ενσωματώσει το Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος στην Επίδαυρο. Μεταξύ 1974 και 1982 ο Χατζιδάκις είναι η grigoriou.jpgσημαντικότερη μορφή της ελληνικής μουσικής σκηνής. Υπηρετεί πολλές σημαντικές θέσεις, όπως αυτή του Γενικού Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας όπου πραγματοποιεί πολλές μεταρρυθμίσεις. Ιδρύει επίσης το φεστιβάλ Μουσικός Αύγουστος στο Ηράκλειο της Κρήτης, σε μια προσπάθεια για την προώθηση των έργων νέων Ελλήνων συνθετών, μεταξύ των οποίων και οι: Ελένη Καραΐνδρου (* 1941), ο Βασίλης Ριζιώτης (* 1945), ο Χάρης Ξανθουδάκης , η Μαριέλλη Σφακιανάκη ( *1945), ο Μιχάλης Γρηγορίου (* 1947), ο Βαγγέλης Κατσούλης (*1949), ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος , ο Νίκος Κυπουργός (* 1952) και άλλοι.

Χόροι συναυλιών

Μέχρι το 1991 η χειμερινή συναυλιακή δραστηριότητα ήταν πολύ μικρότερη, γεγονός που οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην έλλειψη αιθουσών και συναυλιακών χώρων. Οι περισσότερες συναυλίες στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις προωθούνται από ξένες πολιτιστικούς οργανισμούς όπως το Γαλλικό Ινστιτούτο (1908), το Βρετανικό Συμβούλιο (1938), το Ιταλικό Ινστιτούτο (επαναλειτούργησε το 1951), το Ινστιτούτο Γκαίτε (1952) και η Ελληνοαμερικανική Ένωση (1957). Ρεσιτάλ και συναυλίας διοργανώνονται από τη Ligue Francohellinique (1912) και το House of Arts and Letters (1938), κανένα από τα οποία δε λειτουργεί σήμερα.

Megaro1.jpgΣτις 21 Μαρτίου του 1991 ανοίγει στην Ελλάδα, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με μία μεγάλη και μία μικρότερη αίθουσα συναυλιών, και οι δύο άριστης ακουστικής, και φιλοξενεί τις περισσότερες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Οι παραγωγές όπερας, συχνά εισαγμένες, γίνονται συχνά στο Μέγαρο: μέσα σε επτά χρόνια λειτουργίας φιλοξένησε τις μεγαλύτερες όπερες του Mozart δίπλα σε πολλές ελληνικές πρεμιέρες.

Το Μέγαρο εξειδικεύεται στη μουσική ζώντων συνθετών και έχει αναθέσει πολλά νέα έργα όπως την όπερα δωματίου Πυλάδης (1992) και το συμφωνικό μπαλέτο Οδύσσεια (1995) του Κουρουπού, τον Επίλογο (1992) και τις Βάκχες (1997) του Κουνάδη, την Επιστροφή της Ελένης (1993) του Μικρούτσικου, τη Σκοτεινή Πράξη (1994), καντάτα του Γρηγορίου, το Τανγκό των Σκουπιδιών (1996) του Μαραγκόπουλου, την Όπερα των Σκιών (1997) του Μαμαγκάκη , τον Οιδίπου επί Κολωνώ (1998) του Αντωνίου και τη Σωκράτους Απολογία (2000) του Θοδωρή Αμπαζή.

Το μέγαρο κυριαρχεί στην ελληνική μουσική ζωή, σκιάζοντας άλλους οργανισμούς. Οι ξένες πολιτιστικές οργανώσεις τείνουν τώρα να προαγάγουν τους καλλιτέχνες τους μέσω του Μεγάρου, ενώ ο Τύπος παρέχει περιορισμένη ενημέρωση για τα μουσικά δρώμενα της υπόλοιπης χώρας. Στη δεκαετία του ’90 η Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση διακόπτει την επί σειρά 15 ετών συνεργασία της με την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας. Το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας που ιδρύθηκε το 1986 αναστέλλει επίσης τη δράση του. Το μόνο σημαντικό ίδρυμα της χώρας για τη σύγχρονη μουσική στην έναρξη του 21ου αιώνα είναι το Ινστιτούτο Έρευνας Μουσικής και Ακουστικής (ΙΕΜΑ), που ιδρύεται το 1989 από τους συνθέτες Χάρη Ξανθουδάκη και Κώστα Μόσχο και τον εθνομουσικολόγο Μάριο Μαυροειδή, με προσανατολισμό πρωτίστως τις τεχνολογικές εξελίξεις, την καταχώρηση των έργων των σύγχρονων Ελλήνων συνθετών και την δημιουργία Αρχείου Ελληνικής Μουσικής.

Η νεότερη γενιά

Sisilianos_Terzakis_Adamis_Vasiliadis_G_G_Papaioannou.jpgΣτο τέλος του 20ου αιώνα, συνθέτες όπως ο Δραγατάκης, ο Σισιλιάνος, ο Κουνάδης, ο Αδάμης, ο Ιωαννίδης, ο Μικρούτσικος , ο Ζερβός , ο Τραυλός και ο Ξανθουδάκης, που διακρίνονται για την τεχνική τους ικανότητα, τη συνοχή και τη σαφήνεια της μουσικής σκέψης, δημιουργούν μια στέρεα σύγχρονη παράδοση στην Ελλάδα και προετοιμάζουν το έδαφος για το Χρήστο Ζερμπινο (* 1950), το Γιάννη Μεταλλινό (* 1959) και τον Κουμεντάκη . Άλλοι συνθέτες της νεότερης γενιάς είναι οι: Νίκος Φυλακτός (* 1951), Χάρης Βρόντος (*1951), Σάββας Ζάννας (* 1952), Μπάμπης Κανάς (* 1952), Νίκος Χριστοδούλου (* 1959), Ιωσήφ Παπαδάτος (* 1koumentakis.jpg960), Μηνάς Αλεξιάδης (* 1960), Περικλής Κούκος (* 1960), Αλέξανδρος Καλόγερος (* 1960) και Αλέξανδρος Μούζας (* 1962). Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των συνθετών που αποφοιτούν από ελληνικά Ωδεία και στη συνέχεια διδάσκουν έχει αυξηθεί εμφανώς. Πολλοί συνθέτες έχουν εγκατασταθεί στο εξωτερικό και είναι ευρέως γνωστοί στην Ελλάδα, όπως οι: Ντίνος Κωνσταντινίδης και Σοφία Σέργη (Η.Π.Α.), Χρήστος Χατζής (Καναδάς), Στέλιος Κουκουναράς , Νίκος Αθηναίος και Κωνσταντία Γουρζή (Γερμανία), Πέτρος Κοίλης (Γαλλία), Δημήτρης Νικολάου (Ιταλία) και Θοδωρής Αμπαζής (Ολλανδία).

 

Η Θεσσαλονίκη είναι το δεύτερο σημαντικότερο μουσικό κέντρο της Ελλάδας. Η μουσική δραστηριότητα είναι εκεί κατά ένα μεγάλο μέρος ανεξάρτητη από αυτή των Αθηνών και οι συνθέτες της σπανίως παίζονται στην Αθήνα. Ο νεότερος Θεσσαλονικιός συνθέτης είναι ο Δημήτριος Λάλας (1844-1911), φίλος και μαθητής του Wagner. Άλλοι νεότεροι συνθέτες είναι ο μαθητής του Λάλα,  Αιμίλιος Ριάδης (1880-1935), ο Σόλων Μιχαηλίδης (1905-79), ο Νικόλαος Αστρινίδης (* 1921), ο Κώστας Νικήτας (1940-89), ο Ηλίας Παπαδόπουλος (* 1951) και Χρήστος Σαμάρας (* 1956).

 [Πηγή: Γ. Λεωτσάκος, Εγκυκλοπαίδεια Grove.]