Skip to main content.
ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ωδείο Αθηνών και Εθνική Σχολή

Dimotiko_Theatro_Athinon.jpgΣτα τέλη του 1880 ο Ανδρέας Συγγρός, ένας πολυεκατομμυριούχος από την Κωνσταντινούπολη, προσφέρεται να δημιουργήσει ένα νέο θέατρο στην Αθήνα, το Δημοτικό Θέατρο, και να χρηματοδοτήσει το Ωδείο Αθηνών, υπό τον όρο ότι ο Γεώργιος Νάζος (1862–1934), ένας μουσικός με σπουδές στο Μόναχο, να διοριστεί μουσικός διευθυντής. Ο Συγγρός, μέσω του Νάζου, υπερασπίστηκε συστηματικά τη Γαλλική και Γερμανική μουσική σε βάρος των εγγενών συνθετών. Παρόλο που ο Καρρέρ έγραψε την όπερα Μαραθών-Σαλαμίς για τα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου το 1888, προφανώς με εντολή του Συγγρού το έργο παραμερίστηκε έναντι ένος άλλου του Thomas Mignon. Ο διορισμός του Νάζου στο Ωδείο το 1891 οδηγείσε μία απότομη γερμανοποίηση του προγράμματος σπουδών. Δηλώνει την άγρια αντίθεσή του με τους ιταλοτραφείς Έλληνες συνθέτες και κατά συνέπεια πολλοί σημαντικοί Έλληνες συνθέτες όπως οι Σπινέλλης , Λαυράγκας και Καμηλιέρης , παραμερίζονται, απομακρύνονται ή αναγκάζονται να παραιτηθούν. Μέχρι το θάνατο του Νάζου το 1934, περισσότεροι από 60 ξένοι προσκεκλημένοι δάσκαλοι, κυρίως πιανίστες, προσκαλούνται στο ωδείο, ενώ τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου, η οποία ιδρύθηκε το Odeio_Athinon.jpg1894, διευθύνουν διαδοχικά οι Franck Choisy (1899–1907), Armand Marsick (1908–22) και Jean Boutnikoff (1923–9).
Εντούτοις, τα πρότυπα της οργανικής διδασκαλίας, κυρίως από τους γηγενείς μουσικούς, παραμένουν χαμηλά και τα πρότυπα απόδοσης επιδεινώνονται σταδιακά, εν μέρει επειδή οι μουσικοί ορχήστρας παίζουν σε σύνολα όπερας και οπερέτας, στερούμενοι έτσι χρόνου για πρόβες. Το 1899, μερικοί καθηγητές, μετά από πρωτοβουλία της πιανίστριας Lina von Lottner, μαθήτριας του Bόlow, ιδρύουν ένα δεύτερο ωδείο, γερμανικού προσανατολισμού με την επωνυμία «Μουσικός σύλλογος Απόλλων "Ωδείον Λόττνερ"», το οποίο λειτουργεί έως το 1919. Δημιουργούν επίσης την πρώτη ελληνική μικτή χορωδία που εκτέλεσε γερμανικά ορατόρια και εκδίδουν τον Απόλλωνα, ένα από τα πρώτα ελληνικά μουσικά περιοδικά (1904-9).

M_Kaloimoiris.jpgO Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962) δίνει την πρώτη συναυλία έργων του στο Ωδείο Αθηνών. Το βιβλιαράκι του προγράμματος της συναυλίας περιελάμβανε το "μανιφέστο" της Ελληνικής Εθνικής Σχολής σύμφωνα με τον Καλομοίρη. Θέτοντας σκοπό του την "οικοδόμηση ενός παλατιού για τη στέγαση της εθνικής ψυχής", συνδυάζοντας τους δημοτικούς σκοπούς και ρυθμούς με τεχνικές που επινοηθήκαν από «μουσικά ανεπτυγμένους λαούς», η τοποθέτηση αυτή αποτελεί την αρχή μίας εμφύλιας διαμάχης με τους παλαιοτέρους (κυρίως Επτανήσιους) συνθέτες, τους οποίους κατηγορεί ως «ιταλιστές». Με τις επιθέσεις του από το περιοδικό Νουμάς ο Καλομοίρης, ταγμένος από κοινού με το Νάζο κατά των Επτανησίων συνθετών, μολονότι ο κύριος στόχος του ήταν ο Σαμάρας ,τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης και θεωρείται πιθανός διάδοχος του Νάζου στο Ωδείο. Ο Καλομοίρης καθιερώνει στη συνέχεια την υποδιαίρεση της ελληνικής μουσικής σε τρεις σχολές:

    • την Επτανησιακή,
    • την Εθνική (Καλομοίρης και οι ομοϊδεάτες του) και
    • του μοντερνισμού (μετά το Σκαλκώτα).
G_Nazos2.jpgΩστόσο πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν την αδιάκοπη παρουσία εθνικών στοιχείων στα έργα συνθετών μετά το Μάντζαρο ,από τους Λιβεράλη, Δομενιγίνη, Ξύνδα , Καρρέρ και Σαμάρα, μέχρι τους αδερφούς Λαμπελέτ και το Δ. Λαυράγκα.
Το 1911 ο Καλομοίρης αναλαμβάνει χρέη καθηγητή στο Ωδείο, ενώ έπειτα από ρήξη στις σχέσεις του με το Νάζο, ιδρύει το Ελληνικό Ωδείο (1919) και το Εθνικό Ωδείο (1926). Ο Καλομοίρης (περισσότερο από τη Λ. Λόττνερ) προετοίμασε το έδαφος για τα ιδιωτικά ωδεία (που επίσημα είναι αναγνωρισμένα ως σχολές μέσης εκπαίδευσης). Από το 1966 και εφεξής αυτά αυξάνονται, ξεπερνώντας σήμερα τα 500 σε όλη την Ελλάδα. Κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ιδρύονται Τμήματα Μουσικών Σπουδών στα πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Κέρκυρας, ωστόσο τα σχέδια για τη δημιουργία μιας κρατικής μουσικής ανώτατης ακαδημίας μένουν ανολοκλήρωτα. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 ο Καλομοίρης, που προωθούσε τη μουσική του και αυτή των ομοϊδεατών του, συμφιλιώνεται με το Ωδείο Αθηνών. Από το 1923 ο Μητρόπουλος διευθύνει τις συναυλίες του Ελληνικού Ωδείου, μέχρι την ενοποίηση των ορχηστρών των δύο οργανισμών σε μία εταιρία συναυλιών (1925). Αυτή διαλύεται το 1927 και ο Μητρόπουλος επιστρέφει στο Ωδείο Αθηνών. Η αίγλη που προσέδωσε ο Μητρόπουλος στην ορχήστρα συνεισέφερε στο να προσελκύσει διεθνείς προσωπικότητες όπως οι Saint-Saens, Dohnanyi, Cortot, Brailowsky, Huberman, DimitrisMitropoulos2.jpgThibaud, Kreisler, Milstein, Casals, Martinon, Walter, Jochum και Scherchen. Το Μητρόπουλο διαδέχεται ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης, ο οποίος διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών από το 1927 έως το 1939.
Ο εθνικός χαρακτήρας που εισηγήθηκε ο Καλομοίρης ενσωματώνοντας στοιχεία της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής βασίστηκε επιλεκτικά σε ένα σύνολο τεχνοτροπιών που περιλαμβάνουν τον νεοκλασικισμό, τον ύστερο ρομαντισμό και τον ιμπρεσιονισμό. Γαλλικές ή ιμπρεσιονιστικές επιρροές απαντώνται στα έργα των Ριάδη , Λεβίδη , Θεόδωρου Σπάθη (?1883–1943), Κουντούρωφ (με σπουδές στην ΕΣΣΔ), Λώρη Μαργαρίτη  (1895–1953), Λίλας Λαλαούνη (1910–96), Κωνσταντινίδη , Βάρβογλη , Μιχαηλίδη , Ζώρα και στα πρώιμα έργα των Γεωργίου Πονηρίδη (1887–1982) και Παπαϊωάννου . Υστερορομαντικά στοιχεία εμφανίζονται στα έργα του Καλομοίρη, που έχει γερμανικές τάσεις, καθώς και σε αυτά του Ευαγγελάτου . Επίσης στη μουσική των Σκλάβου και Νεζερίτη και στα πρώιμα έργα των Καρυωτάκη και Παλλάντιου . Οι Βυζαντινοί ψαλμοί και η τροπικότητα ενέπνευσαν τους Πετρίδη , Πονηρίδη και Αλέκο Κόντη (1899–1965), ενώ οι Βασίλης Παπαδημητρίου (1905–75) και Αλέκος Ξένος (1912–95) επηρεαστήκαν από τη δημοτική N_Skalkwtas.jpgμουσική, τον υστερο-ρομαντισμό και τη μουσική του Shostakovich. Ιδεολογικά εγγύς στους προηγούμενους ήταν ο Νικηφόρος Ρώτας (1929-2004), ο οποίος παρέμεινε μία μοναχική φιγούρα. Δυσκολότερο να κατηγοριοποιηθούν είναι οι Δημήτριος Λιάλιος (1869–1940) και Χαρίλαος Περπεσσάς, που προσκολλήθηκαν στο γερμανικό ύστερο-ρομαντισμό. Οι Μητρόπουλος και Σκαλκώτας (1904–49) κράτησαν τις μεγαλύτερες αποστάσεις από την Εθνική Σχολή του Καλομοίρη και ήταν οι μόνοι σημαντικοί Έλληνες συνθέτες της εποχής τους που ασπάστηκαν την ατονικότητα και τις μεθόδους του δωδεκαφθογγισμού.
 

Άλλοι μουσικοί οργανισμοί, 1900–45.

f_oikonomidis.jpgΑν και το Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας άνοιξε με τον Lohengrin το 1902, το κέντρο βάρους για την όπερα και τις συναυλίες είχε μετατοπιστεί στην πρωτεύουσα, όπου κυρίαρχη είναι η δράση του Ωδείου Αθηνών και του Ωδείου Lottner. Οι υπόλοιποι μουσικοί οργανισμοί έχουν περιορισμένη εμβέλεια, με εξαίρεση την Αθηναϊκή Μαντολινάτα του Νικολάου Λάβδα (1900-43), η οποία παρά τη σχετικά μικρή ορχήστρα, έγινε γνωστή στο εξωτερικό. Το 1921, ο Οικονομίδης ίδρυσε τη Χορωδία Αθηνών η οποία εισήγαγε στην Ελλάδα πολλά χορωδιακά έργα των Bach, Handel, Mozart, Haydn, Brahms, Verdi και Berlioz, μαζί με πιο σύγχρονα έργα όπως η Συμφωνία των Ψαλμών του Stravinsky, το LeroiDavid του Honegger's και τους Ουγγρικούς Ψαλμούς του Kodaly. Μια παρόμοια χορωδία, η Παλλάδιος Χορωδία, δημιουργείται για μερικά χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Το 1938 ιδρύεται η Ορχήστρα Ραδιοφωνίας και την επόμενη χρονιά ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή, που συστεγαζόταν έως τότε στο Εθνικό Θέατρο και εγκαινιάζεται την 5η Μαρτίου του 1940, με την οπερέτα Die Fledermaus. Τα πρώτα χρόνια το ρεπερτόριό της προσανατολίζεται στην οπερέτα.
 
Το 1942, κατά τη γερμανική κατοχή, η Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών κρατικοποιήθηκε ως Κρατική Ορχήστρα Αθηνών η οποία μοιράζεται τα περισσότερα μέλη της με την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας και της Λυρικής Σκηνής.
 
ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ