Μουσική Πληροφόρηση
Σύστημα - Σημειογραφία - Θεωρία της Μουσικής
Η βυζαντινή μουσική είναι τροπική και βασίζεται στο σύστημα των ήχων. Oι ήχοι βασίζονται στους αρχαίους ελληνικούς τρόπους. Tο σύστημα των ήχων των Βυζαντινών περιλαμβάνει 4 κύριους και 4 πλάγιους ήχους, δηλ. συνολικά 8 ήχους (οκτώηχος) καθέναν με διαφορετική θεμέλιο και αλληλουχία διαστημάτων. Η βυζαντινή μουσική χρησιμοποιεί το φυσικό (και όχι το συγκερασμένο) κούρδισμα και χρησιμοποιούνται τρείς βασικοί τόνοι ο μείζων (λίγο μεγαλύτερος από το συγκερασμένο τόνο) ο ελάσσων (λίγο μικρότερος από το συγκερασμένο τόνο) και ο ελάχιστος (λίγο μεγαλύτερος από το συγκερασμένο ημιτόνιο). Κάθε ήχος αποτελείται από δύο όμοια τετράχορδα και ένα μείζονα τόνο.
Οι ήχοι καθορίζονται σε κάθε ύμνο, ορίζοντας από πού αρχίζουμε, την ακολουθία των διαστημάτων, και τα βασικά μελωδικά χαρακτηριστικά (μοτίβα, μελωδικές φράσεις, παύσεις, αυτοσχεδιαστικά μέρη, καταλήξεις). Οι ήχοι αντί σε οκτάβα βασίζονται όπως και στην αρχαιότητα σε τετράχορδα και πεντάχορδα (ομάδες τεσσάρων και πέντε διαδοχικών φθόγγων αντίστοιχα).
Οι κύριοι ήχοι έχουν τη μορφή τετράχορδο - τετράχορδο μ. τόνος (συνημμένα τετράχορδα) ενώ οι πλάγιοι τετράχορδο - μ. τόνος - τετράχορδο (διαζευγμένα τετράχορδα).
H σημειογραφία επινοήθηκε ως μνημονικό βοήθημα της προφορικής παράδοσης. Yπάρχουν εκφωνητικά σύμβολα για τα αναγνώσματα και νεύματα για τα μέλη, τα οποία δεν συμβολίζουν συγκεκριμένα τονικά ύψη, αλλά διαστήματα, καθώς και ρυθμούς ή τρόπους απόδοσης. H ερμηνεία ιδ. των πρώτων νευμάτων από τον 9ο αι. είναι δύσκολη. H σύγχρονη σημειογραφία περιορίζεται σε λίγα σημαδόφωνα (από τον XΡΥΣΑΝΘΟ, 1821).
Ήχος |
Έκταση |
Αντίστοιχος αρχαιοελληνικός τρόπος |
Αντίστοιχος ευρωπαϊκός τρόπος |
α' |
Ρε-Ρε |
Φρύγιος |
δώριος |
β' |
Μι-Μι |
Δώριος |
φρύγιος |
γ' |
Φα-Φα |
Υπολύδιος |
λύδιος |
δ' |
Σολ-Σολ |
Υποφρύγιος ή Ιόνιος |
μιξολύδιος |
πλάγιος α' |
Λα-Λα |
Υποδώριος ή Αιόλιος |
υποδώριος |
πλάγιος β' |
Σι-Σι |
Μιξολύδιος |
υποφρύγιος |
Πλάγιος γ' |
Ντο-Ντο |
Λύδιος |
υπολύδιος |
πλάγιος δ' |
Ρε-Ρε |
υπομιξολύδιος |
Η εκκλησιαστική μουσική του Βυζαντίου βασίζεται στο θεωρητικό σύστημα και το ύφος της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Χρησιμοποιούνται τα τετράχορδα και οι τρόποι (ήχοι) αντίστοιχα με αυτούς της αρχαιότητας.
Η έννοια του ήχου
Ήχος στη Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική δεν είναι κάτι αντίστοιχο της κλίμακας της Δυτικής μουσικής. Είναι ένα σύνολο από μελωδικές φόρμουλες (όπως το απήχημα (χαρακτηριστική μικρή εισαγωγική μελωδία του ήχου), τα διαστήματα, τις παύσεις και τις καταλήξεις) που καθορίζουν τη μελωδική γραμμή του κομματιού. Κάθε ένας από τους οκτώ ήχους έχει μία συγκεκριμένο ύφος, που εκτός από τα διαστήματα και τις μελωδικές φόρμουλες υποβάλλει και ένα στιλ ψαλμωδίας.
Μελοποιοία ή μελουργία: ήταν η σύνθεση στίχων και μελωδιών ταυτόχρονα. Απαιτούσε οι συνθέτες της εκκλησιαστικής μουσικής να γνώριζαν πολύ καλά και ποίηση και μουσική, αλλά και τη λειτουργική ζωή της εκκλησίας.
Σημειογραφία της μουσικής του Βυζαντίου
Η ανάγκη να βρεθεί μια γραφή για τη μουσική της εκκλησίας φάνηκε από τον 4ο με 5ο αιώνα. Πηγές περιγράφουν ότι στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (482-565) έψαλαν 25 ψάλτες στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης και ο πρώτος ή πρωτοψάλτης χρησιμοποιούσε κινήσεις των χεριών του που λεγόταν χειρονομία. Η σημειογραφία της εκκλησιαστικής Βυζαντινής μουσικής πέρασε από διάφορα στάδια μέχρι τη σημερινή. Αρχικά, χρησιμοποιούσαν γράμματα του αλφαβήτου όπως στην αρχαία ελληνική μουσική. Η σημειογραφία ήταν απλά μια υπενθύμιση των μελωδικών σχημάτων που θα ακολουθούσαν στα συγκεκριμένα λόγια. Από τον Δ΄ αιώνα χρησιμοποιούνταν κάποια εκφωνητικά σημάδια . Πιο συστηματική σημειογραφία μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει από τον 10 αιώνα κι έπειτα.
- Παλαιοβυζαντινή γραφή (10ος -11ος αιώνες) υπήρχαν σημάδια, τα σημαδόφωνα, μη καθορισμένης τονικότητας που γραφόταν πάνω από κάθε συλλαβή. Εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά την περίοδο των εικονομαχιών 726-843 ως εκφωνητική ή νευματική σημειογραφία. Στην εκφωνητική σημειογραφία (την οποία ονομάζουμε και παλαιοβυζαντινή) καταγράφονται μόνο ορισμένες κινήσεις της φωνής, κυρίως στην αρχή και το τέλος του στίχου, ως υπενθήμιση για τον ψάλτη.
Νευματική σημειογραφια
- η Μέση Βυζαντινή γραφή (11ος-1814) τα διαστήματα ανάμεσα στους φθόγγους δεν ορίζονταν, παρά μόνο το πόσα βήματα πάνω ή κάτω πήγαινε η μελωδία και αυτό όχι πάντα με ακρίβεια.
Αργότερα όταν οι μελωδίες έγιναν πιο πολύπλοκες και νέα μελωδικά σχήματα χρησιμοποιήθηκαν η Νευματική σημειογραφία (1670-1814) που χαρακτηριζόταν από καλλωπισμούς και επεξηγήσεις.
- Η παρασημαντική ή Νέα Μέθοδος (από το 1814) είναι πιο απλουστευμένη και αναλυτική σημειογραφία σε σύγκριση με τις προηγούμενες. Για λόγους ευκολίας κάποια σημάδια αφαιρέθηκαν και κάποια άλλα σύνθετα αναλύθηκαν με περισσότερα. Δόθηκαν επίσης ονομασίες στους φθόγγους κατ' αντιστοιχία της ευρωπαϊκής μουσικής: Νη Πα Βου Γα Δη Κε Ζω Νη. Η σημειογραφία αυτή είναι εν χρήση έως σήμερα.
Η διαφορά της παρασημαντικής με τη δυτική σημειογραφία είναι ότι, ενώ η δυτική σημειογραφία πενταγράμμου δείχνει ακριβώς το τονικό ύψος του κάθε φθόγγου, η παρασημαντική δείχνει μόνο αν ο ήχος τραγουδιέται πιο ψηλά, πιο χαμηλά ή στον ίδιον τόνο. Επίσης δείχνει ποιότητα φωνής, δηλαδή με ποιόν τρόπο θα τραγουδηθεί ο κάθε φθόγγος. Το ακριβές μέγεθος των διαστημάτων καθορίζονται από το σε ποιον ήχο είναι το κομμάτι.
Τα βασικά σύμβολα (σημάδια) της βυζαντινής σημειογραφίας τόσο της μέσης περιόδου όσο και της Νέας Μεθόδου είναι:
Ίσον: ο τόνος διατηρείται στο ίδιο τονικό ύψος (0)
Χαρακτήρες ανάβασης
Ολίγον: ανεβαίνει ένα τόνο (+1)
Πεταστή: ανεβαίνει ένα τόνο με πήδημα (+1)
Κεντήματα: ένα τόνο πάνω, αλλά μόνο όταν ο τόνος τραγουδιέται στην ίδια συλλαβή με τον προηγούμενο τόνο (+1)
Κέντημα: ανεβαίνει δύο τόνους επάνω (+2)
Υψηλή: ανεβαίνει τέσσερις τόνους (+4)
Χαρακτήρες κατάβασης
Απόστροφος: ένα τόνο κάτω (-1)
Υπορροή: δύο τόνους κάτω σταδιακά (-1-1)
Ελαφρόν: δύο τόνους κάτω υπερβατικά (-2)
Χαμηλή: τέσσερις τόνους κάτω (-4)