Μουσική Πληροφόρηση
Ανεξάρτητη Ελλάδα του 19ου αιώνα<
Η δυτική μουσική ήταν σχεδόν άγνωστη στους Έλληνες της ηπειρωτική χώρας το 1830, όταν μετά από 350 χρόνια έληξε η Οθωμανική κυριαρχία. Μοναδική περίπτωση αποτελεί ο Κωνσταντίνος - Αγαθόφρων Νικολόπουλος ► (Σμύρνη 1786 – Παρίσι 1841) με καταγωγή από την Ανδρίτσαινα της Πελοποννήσου που έδρασε όμως στο Παρίσι.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) από την Κέρκυρα, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, διορίζει τον Αθανάσιο Αβραμιάδη να διδάξει τη δυτική μουσική στο νεοϊδρυθέν ορφανοτροφείο της Αίγινας. Μετά το 1837, όταν ανέβηκε η πρώτη όπερα στην Αθήνα, Ο κουρέας της Σεβίλης, το κράτος, μιμούμενο τους Επτανήσιους, αρχίζει να εισάγει πλανόδιους θιάσους όπερας για την ψυχαγωγία των ξένων που διέμεναν στην πρωτεύουσα, προκαλώντας συχνά την αντίθεση των Αθηναίων. Παραμελώντας τη μουσική παιδεία, το κράτος ξοδεύει αφειδώς για τους ιταλικούς οπερατικούς θιάσους μέχρι το 1868, ενώ λειτουργία σχολών βυζαντινής μουσικής (1837) και στρατιωτικής μουσικής (1843-55) είναι βραχύβια.
Μετά το 1870, η δυτική μουσική –συμπεριλαμβανομένης της όπερας- κερδίζει βαθμιαία ένα ευρύτερο κοινό. Πολλές ιδιωτικές μουσικές εταιρείες ακμάζουν μεταξύ του 1870 και του 1900, ενώ το 1871 ιδρύεται το Ωδείον Αθηνών ως αποτέλεσμα ιδιωτικών πρωτοβουλιών. Τρεις συνθέτες και δάσκαλοι κυριάρχησαν στη μουσική του 19ου αιώνα στην Αθήνα: ο Δημήτριος Διγενής (1880), ο Ιταλός Rafaele Parisini (1820–1875) και ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός (1824–92), διευθυντής του Ωδείου Αθηνών μέχρι το 1891. Ο Parisini (ο οποίος έζησε στην Αθήνα από το 1844) συνέθεσε, μεταξύ άλλων, το Αρκάδιον, ένα δημοφιλές συμφωνικό ποιήμα για φιλαρμονική ορχήστρα και ίδρυσε την ιδιωτική εταιρεία Ευτέρπη (1871-5), στα πρότυπα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας. Η Φιλαρμονική Εταιρεία της Αθήνας (1885-1900) και ο Όμιλος Φιλόμουσων (1893-1900) ήταν αρχικά ανταγωνιστικές, αλλά αργότερα συγχωνεύονται. Η πρώτη δραστηριοποιόταν επίσης στη διάδοση της Δυτικής Μουσικής μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων στην Αλεξάνδρεια, την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη. Μετά το 1880 άλλοι εκλεκτοί μουσικοί, κυρίως γεννηθέντες στα Επτάνησα και ιταλοτραφείς, έρχονται στην Αθήνα: ο Γεώργιος Λαμπίρης ► (1833-89) [http://www.odusseia.gr/odusv8_2006/lampirisell.html], συνθέτης πάνω από 60 τραγουδιών, πιανιστικών έργων και μιας μη σωζόμενης όπερας, οι αδερφοί Ναπολέων ► και Γεώργιος Λαμπελέτ ►, οι αδερφοί Καίσαρη, Ιωσήφ ► και Σπυρίδων ►, ο Διονύσιος Λαυράγκας ►, ο Λαυρέντιος Καμηλιέρης ►, ο Λουδοβίκος Σπινέλλης ► και ο Γεώργιος Αξιώτης ►, ο Διονύσιος Ροδοθέατος ► (1847-96) και ο Σπυρίδων Σαμάρας ► (σπουδαστής του Ωδείου), που συνέγραψε τον Ολυμπιακό Ύμνο το 1896.
Η οπερέτα εισάγεται στην Αθήνα το 1873 από έναν αρμένιο οπερατικό θίασο. Το 1888, ο πρώτος ελληνικός θίασος όπερας Ελληνικό Μελόδραμα, ανεβάζει τον Υποψήφιο Βουλευτή του Ξύνδα ► στο θέατρο Μπούκουρα, στην Αθήνα, σε διεύθυνση Ναπολέοντα Λαμπελέτ. Παρόλο που ο θίασος έκανε επιτυχείς περιοδείες στην Αίγυπτο, την Τουρκία, τη Μασσαλία και αλλού, επέζησε μόλις μέχρι το 1890. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται το κωμειδύλλιο, μια ελληνική επιθεώρηση βασισμένη συνήθως σε προσαρμογές ξένων κειμένων που διανθίστηκαν από γηγενή τραγούδια. Κύριοι εκπρόσωποί του ήταν ο συγγραφέας Δημήτριος Κορομηλάς (1850-98) και οι συνθέτες Δημήτριος Κόκκος ► (1856–91) και Λουδοβίκος Σπινέλλης, οι οποίοι θεωρούσαν το κωμειδύλλιο ως σκαλοπάτι προς μια εθνική σχολή όπερας. Το 1900 ο Σπινέλλης και ο Διονύσιος Λαυράγκας ιδρύουν ένα άλλο Ελληνικό Μελόδραμα, το οποίο λειτουργεί χωρίς κρατική βοήθεια έως το 1943. Η αυξανόμενη δημοτικότητα της ελληνικής οπερέτας οδηγεί, το 1908, στην ίδρυση μιας μόνιμης επιχείρησης, Ελληνική Οπερέτα, στην Αθήνα. Η πρωτοβουλία αυτή ακολουθείται από πολλές άλλες επιχειρήσεις. Υπολογίζεται ότι περίπου 1000 οπερέτες Ελλήνων συνθετών εκτελέστηκαν μεταξύ 1900 και 1940.